- στρεπταιγλᾶν
- στρέπταιγλοςwhirling-brightmasc/fem gen pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στρεπταίγλαν — στρεπταίγλᾱν , στρέπταιγλος whirling bright fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρέπταιγλος — αίγλα, ον, Α αυτός που περιστρέφει τη λάμψη («στρεπταίγλαν... ὁρμὰν νεφελῶν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στρεπτός + αιγλος (< αἴγλη)] … Dictionary of Greek